Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

καὶ τὸ ὄρος

  • 1 Degree

    subs.
    Measure: P. and V. μέτρον, τό.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ.
    Amount: P. and V. πλῆθος, τό.
    Both in warmth and cold there are degrees both of more and less: P. ἐν τε τῷ θερμοτέρῳ καὶ ψυχροτέρῳ τὸ μᾶλλον τε καὶ ἧσσον ἔνι (Plat., Phil. 24B).
    To come to such a degree of: P. and V. εἰς τοσοῦτο φικνεῖσθαι or ἥκειν (gen.).
    To the last degree: P. εἰς τὸ ἔσχατον, V. εἰς τοὔσχατον.
    By degrees: Ar. and P. κατ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.
    ——————
    subs.
    Rank: P. and V. τάξις, ἡ, ἀξίωμα, τό.
    High degree, nobility: P. and V. εὐγένεια, ἡ, γενναιότης, ἡ, εὐδοξία, ἡ, τιμή, ἡ, δόξα, ἡ.
    Of high degree, adj.: P. and V. γενναῖος, εὐγενής (Plat.), εὔδοξος.
    Low degree, subs.; P. and V. δυσγένεια, ἡ (Plat.), δοξία, ἡ.
    Of low degree, adj.: P. ἄδοξος, Ar. and V. δυσγενής, P. and V. δόκιμος.
    Degree of relationship, subs.: Ar. and P. ἀγχιστεία, ἡ (see Isae. 83), V. ἀγχιστεῖα, τά (Soph., Ant. 174).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Degree

  • 2 Principle

    subs.
    Source, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.
    Legal principle: P. ὑπόθεσις, ἡ (Dem. 1082).
    Rule of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Standard: P. and V. κανών, ὁ, ὅρος, ὁ.
    The principles and foundations of action: P.. τῶν πράξεων αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ ὑποθέσεις (Dem. 21).
    This is the principle of democracy: P. τοῦτό ἐστι δημοτικόν (Dem. 436).
    To govern on oligarchic principles: P. κατʼ ὀλιγαρχίαν πολιτεύειν (absol.). (Thuc. 1, 19).
    The cause and originating principle of existing things: P. τὸ αἴτιον καὶ τὸ ἀρχηγὸν τῶν ὄντων (Plat., Crat. 401D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principle

  • 3 Measure

    subs.
    P. and V. μέτρον, τό.
    Measures and weights: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cf. Ar., Av. 1040-1041).
    Criterion: P. and V. κανών, ὁ.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ, πέρας, τό.
    Due limit: P. and V. μέτρον, τό.
    Beyond measure: use adv., V. περμέτρως (Eur., frag.); see also Excessively.
    Allowance: P. μέτρον, τό (Plat., Rep. 621A), V. μέτρημα, τό.
    Time, rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Metre: Ar. and P. μέτρον, τό.
    Dance: see Dance.
    Legislative act: P. and V. ψήφισμα, τό.
    Measures, policy: P. προαίρεσις, ἡ.
    Take measures, v.: P. and V. βουλεύεσθαι.
    Take extreme measures: P. and V. νήκεστόν τι δρᾶν, P. ἀνήκεστόν τι βουλεύειν (Thuc. 1, 132).
    In like measure: P. and V. ἐξ σου.
    He contributed in some small measure to...: P. μέρος τι συνεβάλετο (gen.).
    Have hard measure, v.: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Measure for measure: P. ἴσα ἀντʼ ἴσων; see tit for tat.
    Repay measure for measure: V. τὸν αὐτὸν... τίσασθαι τρόπον (Æsch., Theb. 638).
    Requite in equal measure: P. τοῖς ὁμοίοις ἀμύνεσθαι (acc.).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. μετρεῖν, σταθμᾶσθαι (Plat.), συμμετρεῖσθαι, ναμετρεῖν (or mid.), V. σταθμᾶν (mid. also in P.), ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Measure out: P. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν, V. ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Have measured out to one: P. μετρεῖσθαι, διαμετρεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Measure

  • 4 Object

    subs.
    Purpose: P. and V. γνώμη, ἡ. βούλευμα, τό.
    Aim: P. and V. ὅρος, ὁ, P. προαίρεσις, ἡ.
    With what object? Ar. and P. ἵνα τ;
    The object of the wall was this: P. ἦν τοῦ τείχους ἡ γνώμη αὕτη (Thuc. 8, 90).
    I will readily show you what is the object of our sting: Ar. ἥτις ἡμῶν ἐστιν ἡ ʼπίνοια τῆς ἐγκεντρίδος ῥᾳδίως ἐγὼ διδάξω (Vesp. 1073).
    With what object would you have sent for them? P. τί καὶ βουλόμενοι μετεπέμπεσθʼ ἂν αὐτούς; (Dem. 233).
    Have the same object: P. and V. ταὐτὰ βούλεσθαι.
    Obtain one's object: P. τὰ πράγματα ἀναιρεῖσθαι (Dem. 15).
    Philip was in fear lest his object should elude him: P. ἦν ὁ Φίλιππος ἐν φόβῳ... μὴ ἐκφύγοι τὰ πράγματα αὐτόν (Dem. 236).
    Aim, thing aimed at: P. σκοπός, ὁ (Plat., Philib. 60A).
    Object of the senses: P. αἰσθητόν, τό (Plat.).
    ——————
    v. intrans.
    Raise opposition: P. and V. ἀντιλέγειν, ἐναντιοῦσθαι, V. ἀντιοῦσθαι.
    Be annoyed: P. δυσχεραίνειν.
    Object to: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), Ar. and P. γανακτεῖν (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.); see Dislike.
    Find fault with: P. and V. μέμφεσθαι (acc. and dat.). P. καταμέμφεσθαι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Object

  • 5 Range

    subs.
    Row, line: P. and V. στοῖχος, ὁ, τάξις, ἡ; see Row.
    Distance covered: P. and V. βολή, ἡ, P. φορά, ἡ.
    Within range of stones and darts: P. μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς (Thuc. 5, 65).
    Since the boy ran within range of the javelin: P. τοῦ παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος (Antipho. 121).
    He is within range of hearing: V. σύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν (Soph., O.R. 84).
    To within range of hearing: P. εἰς ἐπήκοον (Xen.).
    Riding up to within range of hearing: P. προσελάσαντες ἐξ ὅσου τις ἔμελλεν ἀκούσεσθαι (Thuc. 7, 73).
    Range of vision: P. ἔποψις, ἡ.
    Within range ( of shooting): use P. and V. ἐντὸς τοξεύματος.
    Out of range ( of shooting): use P. and V. ἔξω τοξεύματος.
    Scope: P. προαίρεσις, ἡ.
    Range of mountains: use P. and V. ὄρος, τό.
    ——————
    v. trans.
    Draw up: P. and V. τάσσειν, συντάσσειν, Ar. and P. παρατάσσειν.
    On which side shall we range ourselves? P. πρὸς τίνας παραταξόμεθα; (Dem. 198).
    Range opposite: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι).
    Roam over, traverse: P. and V. περιπολεῖν (acc.), ἐπιστρέφεσθαι (acc.), ἐπέρχεσθαι (acc.), V. πολεῖν (acc.), λᾶσθαι (acc.); see Traverse, Tread.
    Range over ( a subject): P. and V. διέρχεσθαι (acc.).
    Absol., extend: P. and V. τείνειν.
    Wander: P. and V. περιπολεῖν, φέρεσθαι, V. φοιτᾶν, στρέφεσθαι, στρωφᾶσθαι, ἐπιστρέφεσθαι:see Wander.
    Wherefore must I let my eye range everywhere: V. ὧν οὕνεκʼ ὄμμα πανταχῆ διοιστέον (Eur., Phoen. 265).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Range

См. также в других словарях:

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα …   Dictionary of Greek

  • αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»